ραμολής

ραμολής
ο см. ραμολί

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ραμολής" в других словарях:

  • ραμολής, ο — και ραμολί, ο, η (λ. γαλλ.), αυτός που πάσχει από γεροντική άνοια: Αυτός είναι τώρα ραμολής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ραμολής — ο, και ραμολί, το, Ν άτομο που πάσχει από γεροντική άνοια. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. ramolli (< λατ. mollis «μαλακός»)] …   Dictionary of Greek

  • ραμολί — το, Ν βλ. ραμολής …   Dictionary of Greek

  • ραμολιμέντο — το 1. γεροντική άνοια. 2. ραμολής (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»