ραμολής
Смотреть что такое "ραμολής" в других словарях:
ραμολής, ο — και ραμολί, ο, η (λ. γαλλ.), αυτός που πάσχει από γεροντική άνοια: Αυτός είναι τώρα ραμολής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ραμολής — ο, και ραμολί, το, Ν άτομο που πάσχει από γεροντική άνοια. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. ramolli (< λατ. mollis «μαλακός»)] … Dictionary of Greek
ραμολί — το, Ν βλ. ραμολής … Dictionary of Greek
ραμολιμέντο — το 1. γεροντική άνοια. 2. ραμολής (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)